ἀνακαινίσεως

ἀνακαινίσεως
ἀνακαινίσεω̆ς , ἀνακαίνισις
a making new
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιωακείμ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (19ος αι.). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1821 24). Διαδέχθηκε τον Κυπριανό, ο οποίος απαγχονίστηκε από τους Τούρκους το 1821. Ο Ι. παραιτήθηκε από το αξίωμά του, εξαιτίας αντιδράσεων των πιστών προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”